Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Η ΚΡΥΦΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ ή ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΑΡΑΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (του Απόστολου Δοξιάδη από τον "τοίχο" του στο fb)


Σε μια δήλωση της Tασίας Χριστοδουλοπούλου πριν τις εκλογές του Σεπτεμβρίου είχα διαβάσει τη φράση «ο ΣΥΡΙΖΑ δε μπορεί διαλεκτικά, φιλοσοφικά, πολιτικά να γίνει μνημονιακό κόμμα μέσα σε μία ημέρα επειδή υπέγραψε το τρίτο Μνημόνιο.» Mου ξύπνησε μια γλυκόπικρη μνήμη της νεότητάς μου (η φράση, όχι η Τασία Χριστοδουλοπούλου) όταν στα χρόνια της δικτατορίας είχα περάσει κι εγώ από την Αριστερά, κάνοντάς με ταυτόχρονα να αναρωτηθώ: πόσοι άνθρωποι χωρίς την εμπειρία μιας τέτοιας ένταξης καταλαβαίνουν σήμερα τη σημασία της λέξης "διαλεκτικά" στη συγκεκριμένη δήλωση; Κι ακόμη περισσότερο: πόσοι άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν αυτή τη σημασία μπορούν να εμβαθύνουν στο τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα στο συλλογικό νου του Σύριζα;

Στην τελευταία ερώτηση θα απαντούσα: λίγοι, πολλοί λίγοι. Γιατί η κατανόηση της λέξης "διαλεκτικά", σε ένα τέτοιο πλαίσιο, είναι κλειδί στην εννόηση ενός ολόκληρου διανοητικού κόσμου, ενός συνολικού σύστηματος γνωσιακών μηχανισμών που κυριαρχεί στο νου των κυβερνώντων μας, του καθενός ξεχωριστά αλλά και αυτού που είναι της μόδας να ονομάζεται “συλλογικότητα”.
Όποιος δεν ξέρει το νόημα της λέξης “διαλεκτικά” σε αυτό το πλαίσιο, το βάρος και τις σημασίες που κουβαλάει, δεν έχει τα διανοητικά εργαλεία για να καταλάβει σε βάθος το πως ακριβώς σκέφτονται στο Σύριζα—είναι σα να κοιτά μικρο-οργανισμούς με μεγεθυντικό φακό αντί για μικροσκόπιο, ή τα αστέρια με κυάλια αντί για τηλεσκόπιο.

Για το λόγο αυτό, οι περισσότερες αναλύσεις που προσπαθούν να μπουν στις ενδόμυχες σκέψεις των κυβερνώντων, και από εκεί να διαβάσουν τα κίνητρά τους, μας μιλούν για δυο εναλλακτικές: ή α) ότι είναι οι απόλυτα κυνικοί αρριβίστες, ικανοί να υπογράψουν τα πάντα και να κάνουν όλους τους συμβιβασμούς για να μείνουν στην εξουσία, πλήρως ασυνείδητοι και αναίσθητοι, ή β) είναι υποκριτές που έχουν ένα σκοτεινό και καταχθόνιο σχέδιο, σοφά μελετημένο, βάσει του οποίου προχωρούν βήμα-βήμα προς τη μετατροπή της κοινωνίας μας σε κομμουνιστική. Ξεφεύγει όμως ένα τρίτο ενδεχόμενο, που έχει το πλεονέκτημα ότι είναι κοντύτερα στον τρόπο που έχουν μάθει να σκέφτονται αυτοί οι άνθρωποι εξ απαλών πολιτικών ονύχων, εκπαιδευμένοι καθώς είναι και στη θεωρία (λιγότερο όμως, γιατί θέλει διάβασμα) αλλά και περισσότερο στην πράξη (συμπεριλαμβανομένης και της καφενειακής) αυτού που οι ίδιοι αποκαλούν μαρξιστική-λενινιστική σκέψη. Για να καταλάβουμε το τρίτο αυτό ενδεχόμενο, που έχει μέσα του κομμάτια και από τα δύο πρώτα, χρειάζεται η ειδικότερη γνώση, γνώση στην οποία κυριαρχεί η ειδική σημασία της λέξης “διαλεκτικά”. Αυτή είναι ακριβώς η σημασία με την όποια τη χρησιμοποιεί στο παραπάνω απόφθεγμα η τέως υπουργός που έγινε διάσημη στο πανελλήνιο όταν μας είπε ότι οι πολιτικοί πρόσφυγες και οι μετανάστες «λιάζονται». Και αυτή η σοφία της άλλωστε, όπως θα δούμε, ίσως να ήταν μια κατά κάποιο τρόπο διαλεκτική ερμηνεία του φαινομένου.

Τονίζω πριν συνεχίσω ότι η σημασία της λέξης «διαλεκτική» σε όσα ακολουθούν είναι ειδική. Όσοι έχετε απαντήσει τη λέξη στον Αριστοτέλη ή τους στωϊκούς, στην ιστορία της φιλοσοφίας, στο Χέγκελ ή στον Κώστα Αξελό, ξεχάστε όσα μάθατε. Σε αυτά που ξέρετε η διαλεκτική μπορεί να είναι συνώνυμο της λογικής, μπορεί να είναι μέθοδος για την αναζήτηση της αλήθειας μέσω της συζήτησης, μπορεί να είναι ένα σχήμα δυναμικής εξέλιξης των φαινομένων ή της σκέψης, που προχωράει από τη θέση, στην αντίθεση, στη σύνθεση. Αυτά στην κομμουνιστική έννοια της διαλεκτικής δεν ισχύουν, όπως δεν ισχύουν και σε περιπτώσεις που υιοθετείται ο όρος σε εκδοχές της μετακομμουνιστικής αριστεράς. Η χρήση αυτή της λέξης ξεκινά από τα γραπτά του Μαρξ, και τη διαλεκτική ως μέρος του συστήματος που ονομάζει «διαλεκτικό υλισμό». Εδώ βρίσκουμε τα πρώτα παραδείγματα της εφαρμογής της παράξενης εκδοχής της που διατηρούν, όμως, σε σύγκριση με όσα ακολούθησαν, ακόμη κάποια επαφή με την κλασσική αντίληψη της λογικής. Αυτή σβήνει εντελώς όταν η διαλεκτική αυτού του τύπου τελειοποιείται (που λέει ο λόγος) μέσα από τη χρήση της από τον Λένιν, τους μπολσεβίκους του και, κατά δική τους διδασκαλία, τα κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης στις πρώτες δεκαετίες της ζωής τους. Ήδη, στη δεκαετία του 1920, η διαλεκτική για την οποία μιλάμε έχει πάρει την τελειωτική μορφή της.

Δύο άκρως ενήμεροι και άκρως ευφυείς μάρτυρες των χειροτέρων εφιαλτών του εικοστού αιώνα (κομμουνιστικού και φασιστικού) έχουν αναλύσει στα βιβλία τους την κομμουνιστική διαλεκτική, όπως την έμαθαν στο δικό τους πέρασμα από την Αριστερά.

Ο πρώτος είναι ο Άρθουρ Καίσλερ, που περιγράφει πως, ως νεαρός κομμουνιστής στη Γερμανία της αρχής της δεκαετίας του 1930, εκπλήσσεται όταν βλέπει την κομματική εφημερίδα να διαστρέφει πλήρως τα γεγονότα της επικαιρότητας. Συγκεκριμένα, τον εντυπωσιάζει ένα κύριο άρθρο όπου δηλώνεται ότι οι κυβερνώντες τότε σοσιαλιστές υποστηρίζουν τους Ναζί—αυτό ενώ είναι πασίγνωστο ότι η κυβέρνησή έχει μόλις διεξαγάγει μια εκτεταμένη αστυνομική επιχείρηση, διαλύοντας τους μηχανισμούς τους. Ακούγοντάς τον να εξανίσταται, μας λέει ο Καίσλερ, «ο Έντγκαρ (ο καθοδηγητής του) χαμογέλασε. “Βλέπεις ακόμη τα πράγματα με μηχανιστική ματιά”, μου είπε και στη συνέχεια μου εξήγησε τη διαλεκτική προσέγγιση. Η πράξη της αστυνομίας, είπε, ήταν μια απλή προκάλυψη, για να κρύψει τις πραγματικές διαθέσεις της κυβέρνησης. Αν και είναι πιθανό μερικοί σοσιαλιστές ηγέτες να είναι υποκειμενικά εναντίον των Ναζί, εξήγησε, το Σοσιαλιστικό Κόμμα είναι αντικειμενικά εργαλείο του Ναζισμού. Στ᾽ αλήθεια, μάλιστα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα είναι ο κύριος εχθρός, γιατί έχει διασπάσει την εργατική τάξη, αποσπώντας ένα μέρος της. ... Πρόταξα την αντίρρηση (λέει ο Καίσλερ) ότι τη διάσπαση την είχαν κάνει οι ίδιοι οι κομμουνιστές, όταν αποχώρησαν το 1919 από το Σοσιαλιστικό Κόμμα. “Πάλι σκέφτεσαι μηχανιστικά”, μου είπε πάλι ο Έντγκαρ. “Tυπικά αν το δεις είμασταν η μειοψηφία. Αλλά εμείς ενσαρκώναμε την επαναστατική αποστολή του προλεταριάτου. Κι έτσι, αρνούμενοι να ενταχθούν στη δική μας γραμμή, οι σοσιαλιστές ηγέτες διέσπασαν την εργατική τάξη και έγιναν λακέδες της αντίδρασης».

Το δεύτερο παράδειγμα είναι από τον μεγάλο ποιητή και δοκιμιογράφο, τον νομπελίστα Τσέσλαφ Μίλος. Έχοντας ζήσει ο ίδιος τον τρόπο με τον οποίο επεβλήθη ο κομμουνισμός στην πατρίδα του, την Πολωνία, ο Μίλος βλέπει τη διαλεκτική στην πράξη ως το εργαλείο εκείνο που αφαιρεί από τους υπηκόους του νέου καθεστώτος κάθε δυνατότητα διανοητικής άμυνας. Τι κι αν κάποιοι διανοούμενοι σαν κι αυτόν αντιτάσσουν σε συζητήσεις γεγονότα, στοιχεία, αριθμούς—είναι τόσο ανίκανοι να αντικρούσουν έναν έμπειρο κομματικό διαλεκτικό όσο ένας στρατιώτης του πεζικού ένα τανκ. Γράφει ο Μίλος: «Η μία και μοναδική μέθοδος είναι σωστή. Τα πάντα την αποδεικνύουν σωστή. Διαλεκτική: κάνω την πρόβλεψη ότι το σπίτι θα καεί, μετά περιχύνω το φούρνο βενζίνη. Το σπίτι καίγεται. Η πρόβλεψή μου επιβεβαιώνεται. Διαλεκτική: προβλέπω ότι ένα έργο τέχνης ασυμβίβαστο με τις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού είναι άχρηστο. Κατόπιν βάζω τον καλλιτέχνη σε ένα περιβάλλον όπου το έργο του είναι όντως άχρηστο. Η πρόβλεψή μου επιβεβαιώνεται».
Σύμφωνα με τον Καίσλερ και τον Μίλος η διαλεκτική, σε αυτό το πλαίσιο, είναι το άκρο αντίθετο από αυτό που την ήθελε ο Αριστοτέλης, δηλαδή μεθοδολογία της λογικής σκέψης. Στην κομμουνιστική εκδοχή αυτό που ονομάζεται διαλεκτική είναι ουσιαστικά μια μεθοδολογία παραχάραξης της αλήθειας, που όμως υποδύεται—εδώ έχουμε μέρος του παλαιοκομμουνιστικού σύνδρομου της επανάστασης-ως-επιστήμης—και θέλει να διεκδικεί τον τίτλο της λογικής σκέψης, και μάλιστα της επιστημονικής. Αυτό η κομμουνιστική διαλεκτική το κάνει καταργώντας πλήρως, ή και συχνά αντιστρέφοντας, τη σχέση αιτίου-αιτιατού, παραδοχής-συμπεράσματος, αλλά και συχνότατα, όπως στο παράδειγμα του Καίσλερ, καταδικάζοντας το οποιοδήποτε πραγματικό γεγονός δεν αρέσει στον διαλεκτικό ως “υποκειμενική” αντίληψη, ενώ η “αντικειμενική”—χωρίς πρόσθετη στήριξη—είναι αυτή που ορίζει ο ίδιος. Έτσι είναι διότι έτσι νομίζουμε, δηλαδή.

Αυτή η έννοια της διαλεκτικής εξηγεί τέλεια την κάθε αλλαγή στρατηγικής ενός κομμουνιστικού κόμματος, κάθε αλλαγή πορείας (όπως τη νομίζουν όσοι «δε βλέπουν τα πράγματα διαλεκτικά»), κάθε λάθος (παρομοίως) ή ασυνέπεια (επίσης.) Έτσι, ας πούμε, στη δεκαετία του 1920 και στις αρχές του 1930, που οι σοσιαλιστές καταδικάζονται βάσει της διαλεκτικής ως «σοσιαλφασίστες» όπως μας το λέει και ο Καίσλερ πιο πάνω, δηλαδή ως «αντικειμενικά» φασίστες που διασπούν την εργατική τάξη αφαιρώντας ψήφους και μέλη από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Όμως το 1934, όταν η Κομμουνιστική Διεθνής αλλάζει τακτική, και υιοθετεί τη θεωρία του «λαϊκού μετώπου», οι σοσιαλιστές γίνονται αίφνης σύμμαχοι, και κύριος εχθρός είναι ο ναζισμός. Τα παλιά επιχειρήματα εναντίον τους ξεχνιώνται, κι όποιος τα επικαλείται σκέφτεται «μηχανιστικά». Έλα όμως που το 1939 ο Στάλιν τα κάνει πλακάκια με τον Χίτλερ, μέσω του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ. Αν το δει αυτό κανείς με «μηχανιστική σκέψη» ή μείνει στο «υποκειμενικό», το Σύμφωνο μοιάζει να παραβιάζει όσα έλεγαν οι κομμουνιστές τα προηγούμενα έξι χρόνια. Κι όμως, με εφαρμογή της διαλεκτικής η συνθηκολόγηση με τον Χίτλερ αναδεικνύεται (ο όρος «αποδεικνύεται» εδώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο ως παρωδία) σε άκρως συνεπής με τα προηγούμενα και «αντικειμενικά» σωστή. (Παρεμπιπτόντως, οι έλληνες κομμουνιστές απέφυγαν τη γελοιοποίηση να πρέπει να δοξάσουν το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, καθώς ήταν στις φυλακές του Μεταξά. Κι αυτό ήταν πραγματικά ένα κάποιο κέρδος για τη φήμη τους, κυρίως στην Κατοχή: η ανάγνωση των κομματικών εφημερίδων των—τότε ελεύθερων ακόμη—γάλλων κομμουνιστών, είναι πραγματικά ανατριχιαστική.) Φυσικά, όταν ενάμιση χρόνο μετά ο Χίτλερ επιτίθεται στη Σοβιετική Ένωση, όλα αυτά αλλάζουν πάλι, και έρχονται τούμπα. Αλλά όποιος το επισημάνει, και πάλι, «σκέφτεται μηχανιστικά».

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 είχα κι εγώ προσωπική εμπειρία αυτής της έννοιας της διαλεκτικής. Συμμετέχοντας σε κομματικές συζητήσεις, στα λεγόμενα «ακτίφ», ή μιλώντας με τον καθοδηγητή μου (τον άμεσο προϊστάμενο, κομμουνιστί) προσπαθούσα στην αρχή να υποστηρίξω απόψεις που μου φαίνονταν λογικές, ή επέμενα να προςπαθώ να καταλάβω τα φαινόμενα και σε συνάρτηση με κάποια διαβάσματά μου, με όσο μυαλό μου είχε δώσει ο Θεός. Εις μάτην. Κάθε φορά που εξέφραζα διαφωνία με την (πάντοτε προαποφασισμένη) κομματική γραμμή, μου εξηγούνταν ότι «η λογική μου είναι μηχανιστική», ότι αυτά που λέω μπορεί να ισχύουν «υποκειμενικά», αλλά ότι η χρήση της διαλεκτικής δείχνει ότι «αντικειμενικά» έχω λάθος. Μπρος σε ένα τέτοιο οδοστρωτήρα, και στην αδυναμία να κερδίσεις μάχη με τη διαλεκτική ανώτερου κομματικού στελέχους, έχεις δύο εναλλακτικές: ή την αποδέχεσαι ή φεύγεις. Έφυγα κι εγώ κάποια στιγμή (τρία χρόνια έμεινα περίπου) αλλά έως ότου να φύγω συμβιβάστηκα με αυτό τον τρόπο σκέψης. Ο τρόπος που το κάνεις είναι μαθαίνοντας να χρησιμοποιείς και εσύ αυτή την ωραία, βολικότατη διαλεκτική. Αν καταφέρεις και παραμερίσεις τη λογική σου, η μέθοδος έχει άλλωστε μεγάλες χαρές: μπορεί να αποδείξεις τα πάντα, ακόμη και ότι η μέρα είναι νύχτα, ότι ο ήλιος περιστρέφεται γύρω από τη γη, ή ότι οι πολίτες της Βόρειας Κορέας είναι πιο ευτυχείς από της Βόρειας Καρολίνας. Για ένα φοιτητή των μαθηματικών, που είχε μάθει να χύνει πολύ ιδρώτα για μια απόδειξη, ήταν ευχάριστη ανάπαυλα.
Και επανέρχομαι στη δήλωση της Tασίας Χριστοδουλοπούλου, από όπου ξεκίνησα: «Ο ΣΥΡΙΖΑ δε μπορεί διαλεκτικά, φιλοσοφικά, πολιτικά να γίνει μνημονιακό κόμμα μέσα σε μία ημέρα επειδή υπέγραψε το τρίτο Μνημόνιο.» Τι πάει να πει αυτό, και συγκεκριμένα το «διαλεκτικά»; «Ο ΣΥΡΙΖΑ δε μπορεί διαλεκτικά να γίνει μνημονιακό κόμμα επειδή υπέγραψε το τρίτο Μνημόνιο». Δηλαδή; Σύμφωνα με τον τρόπο σκέψης της κυρίας Χριστοδουλοπούλου δηλαδή--που σίγουρα δεν είναι μόνο δικός της μέσα στο κόμμα--ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να υπέγραψε ένα μνημόνιο αλλά αυτό δεν τον κάνει μνημονιακό. Γιατί; Γιατί έτσι της λέει η χρήση της διαλεκτικής. Διαλεκτική: Το να υπογράφει ο ΣΥΡΙΖΑ μνημόνια μπορεί υποκειμενικά να φαίνεται σε εμάς μνημονιακό, αλλά αντικειμενικά δεν είναι. Είναι μάλιστα αντι-μνημονιακό, αφού, ας πούμε, αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπέγραφε τα μνημόνια θα έπεφτε η κυβέρνηση, και τότε θα ερχόταν μια άλλη κυβέρνηση στην εξουσία, αντικειμενικά μνημονιακή. Ενώ, υπογράφοντάς τα ο αντικειμενικά αντιμνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ μας σώζει από τους μνημονιακούς. Αυτοί, οι μνημονιακοί, λένε ότι τώρα και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μνημονιακός. Αλλά αυτή τους η αντίληψη είναι υποκειμενική, όπως μας δείχνει η διαλεκτική.

Μπλεχτήκατε; Εξασκηθείτε λίγο με τρία παραδείγματα διαλεκτικής σκέψης:
1) Ο Αλέξης Τσίπρας προεκλογικά είχε κατηγορήσει τη φαυλότητα των αναξιοκρατικών διορισμών ημετέρων και το νεποτισμό. Μόλις όμως ήρθε στην εξουσία το κόμμα του διόρισε ημέτερους και συγγενείς. Αυτό μπορεί να σας φαίνεται υποκειμενικά φαύλο και νεποτικό, αλλά αντικειμενικά δεν είναι. Διαλεκτική: οι τωρινοί διοριζόμενοι, ημέτεροι και συγγενείς, διορίζονται για να παραμείνει στην εξουσία μια κυβέρνηση που μάχεται τις φαύλες και νεποτικές κυβερνήσεις, άρα το μέτρο είναι διαλεκτικά αντιφαύλο και αντινεποτικό.
2) Κάποιοι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ δε δήλωσαν τις μεγάλες ακίνητες περιουσίες τους. Αν το δείτε μηχανιστικά, αυτό είναι παράνομο και ανήθικο. Αλλά δείτε το διαλεκτικά. Διαλεκτική: οι υπουργοί που δε δήλωσαν τις περιουσίες τους αντικατέστησαν τους προηγούμενους, που ήταν μνημονιακοί. Άρα η πράξη τους να μη δηλώσουν είναι αντιμημονιακή, και άρα αντικειμενικά νόμιμη και ηθική.
3) Ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορούσε προεκλογικά τη δεξιά για υπερεθνικισμό, και είχε πάγιες αντιδεξιές θέσεις όπως το διαχωρισμό Εκκλησίας-Κράτους. Όταν έγινε κυβέρνηση συνεργάστηκε με ένα ακροδεξιό υπερεθνικιστικό κόμμα, που είναι εναντίον του διαχωρισμού Εκκλησίας-Κράτους.... Έτσι νομίζετε; Κάνετε λάθος. Σκέφτεστε μηχανιστικά. Διαλεκτική: Υποκειμενικά οι ΑΝΕΛ είναι ακροδεξιοί και υπεθνικιστές. Αντικειμενικά όμως είναι προοδευτικοί διεθνιστές. Αυτό το βλέπετε από τη συνεργασία τους με τον ΣΥΡΙΖΑ, που είναι προοδευτικό και διεθνιστικό κόμμα. Άρα ίδιοι είναι και όσοι συνεργάζονται μαζί τους. Αντικεμενικά, πάντα.

Συμπερασματικά, να πω μόνο ότι ο Αλέξης Τσίπρας είπε μια μεγάλη αλήθεια όταν παραδέχτηκε ότι έχει αυταπάτες. Αυτό που δεν είπε όμως, και προσωπικά δε νομίζω ότι είναι σε θέση να καταλάβει, είναι ότι η αυταπάτη είναι ο μόνιμος τρόπος σκέψης τους, του ίδιου και των συντρόφων του. Είναι ο τρόπος που τους δίδαξε η κομμουνιστική τους παιδεία. Ο διαλεκτικός τρόπος σκέψης.
Αλλά, θα μου πείτε, εγώ είμαι αντικειμενικά ένας αντιδραστικός διανοούμενος. Και, βέβαια, για να επικαλούμαι τον Αριστοτέλη αντί τον Μαρξ, σκέφτομαι εν προκειμένω μηχανιστικά.


πηγή: facebook.com/apostolos.doxiadis
Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι πίνακας του WYNDHAM LEWIS με τίτλο "A Battery Shelled",  και είναι επιλογή του blog.


Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

Οικονομικός Φιλελευθερισμός- Το Ελληνικό πρόβλημα (του Χρήστου Παπαγεωργίου από το ekyklos)


Το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζει από την κρίση του 2009 μέχρι και σήμερα η Ελλάδα είναι ότι το εθνικό της εισόδημα συνεχώς συρρικνώνεται. Δεν μπορεί επομένως το κράτος να καλύψει μισθούς και συντάξεις και τις άλλες υποχρεώσεις του σε υλικά και υπηρεσίες που είναι αναγκαία για την λειτουργία του. Έτσι υποχρεώνεται να αυξάνει συνεχώς την φορολογία ενώ ταυτόχρονα μειώνει τους μισθούς και τις συντάξεις και αναβάλλει πληρωμές σε προμηθευτές και συμβαλλόμενους. Αυτό επιβαρύνει περαιτέρω την κατάστασή της οδηγώντας την σε ένα αρνητικό σπιράλ συνεχούς οικονομικής και κοινωνικής υποβάθμισης. Τα έσοδα της χώρας που προέρχονται από την εγχώρια εμπορική και βιομηχανική δραστηριότητα την ποντοπόρο ναυτιλία και τον τουρισμό συνεχώς μειώνονται. Έτσι η χώρα μας οδηγείται μοιραία σε οικονομική κατάρρευση που η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αδυνατεί όχι μόνον να αποτρέψει αλλά ούτε καν να καθυστερήσει.

Θα προσπαθήσω στο σύντομο αυτό σημείωμα να εξηγήσω γιατί  κατά τη γνώμη μου πρέπει να στραφούμε σε επιλεκτικές πολιτικές Οικονομικού Φιλελευθερισμού που μπορούν να θέσουν τέρμα στην καθοδική αδιέξοδη πορεία της χώρας μας.

Δεν μας ενδιαφέρει να μιλήσουμε για ιστορικές εξελίξεις και μελλοντικές προοπτικές, αρκεί να αναγνωρίσουμε την σημερινή οικονομική κατάσταση που έχει επικρατήσει σε παγκόσμιο επίπεδο μετά την εξαφάνιση από το προσκήνιο της ιστορίας του «υπαρκτού σοσιαλισμού».  Η παγκόσμια οικονομία μέσα στην οποία η χώρα μας βρίσκεται δρα και πρέπει να επιβιώσει είναι μια σχεδόν ενιαία οικονομία, όπου χρήματα, εμπορεύματα, επενδύσεις και τεχνολογίες μπορούν να διακινηθούν χωρίς σημαντικά εμπόδια σε όλο τον πλανήτη. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκή νομικά ή οικονομικά εργαλεία προστασίας της όποιας παραδοσιακής Εθνικής παραγωγής οποιασδήποτε χώρας ή περιοχής, επιπλέον μάλιστα αυτό το ρεύμα της «παγκοσμιοποίησης» συνεχώς διευρύνεται. Έτσι για να μπορέσει οποιαδήποτε χώρα σήμερα να επιβιώσει και να αναπτυχθεί πρέπει να μπορεί να παράγει προϊόντα και υπηρεσίες ανταγωνιστικά σε διεθνές επίπεδο.

Μερικές χώρες έχουν εξαιρετικά ευνοϊκή στρατηγική θέση, άλλες έχουν μεγάλα αποθέματα ενεργειακών πρώτων υλών, χρήσιμων ορυκτών η μετάλλων, και άλλες εξαιρετικό φυσικό περιβάλλον που είναι και τα συγκριτικά τους φυσικά πλεονεκτήματα. Εντούτοις αν δούμε τις χώρες που έχουν υψηλό βιοτικό επίπεδο πάρα πολλές δεν έχουν σχεδόν τίποτα από τα παραπάνω (Ιαπωνία, Κορέα, Σουηδία), ενώ χώρες που έχουν έναν ικανοποιητικά ευνοϊκό συνδυασμό  από τα αναφερθέντα, και χωρίς να έχουν πόλεμο, είναι σε άσχημη οικονομική κατάσταση (όπως η Ελλάδα).

Παρατηρούμε επίσης ότι το επίπεδο πολιτικής δημοκρατίας και κοινωνικού φιλελευθερισμού (ανοχή και προστασία σε φυλετικές, θρησκευτικές, σεξουαλικές κτλ μειονότητες ) δεν παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην παραγωγή πλούτου γιατί υπάρχουν χώρες με ελλιπή δημοκρατία και περιορισμένες  κοινωνικές ελευθερίες που αναπτύσσονται με ταχείς ρυθμούς (Κίνα, Τουρκία λχ.) και χώρες με ικανοποιητική δημοκρατία και κοινωνικό φιλελευθερισμό που καταρρέουν οικονομικά (όπως η Ελλάδα).

Με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι το επίπεδο πολιτισμού και τα φυσικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά των κατοίκων των χωρών έχουν επίσης περιορισμένη και έμμεση επίδραση στην ευημερία και την οικονομική τους ανάπτυξη. Άρα πρέπει να αναζητήσουμε τους κύριους παράγοντες που κάνουν τις χώρες να παράγουν πλούτο και να αναπτύσσονται ή αντίθετα να φτωχαίνουν και να καταρρέουν οικονομικά.

Έτσι φτάνουμε στο ερώτημα, πως παράγεται ο πλούτος στις χώρες σήμερα σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης; Το ερώτημα αυτό πρέπει να βρει μια ικανοποιητική απάντηση για να μπορέσει η χώρα μας να χαράξει αποτελεσματική οικονομική πολιτική που μπορεί να την οδηγήσουν στην ανάπτυξη και να την βγάλουν από το σημερινό αδιέξοδο, με την προϋπόθεση ότι οι κυβερνήσεις που θα έλθουν στην Ελλάδα θα έχουν τη βούληση και την ικανότητα να ακολουθήσουν όσα επιβάλλονται από την αυτήν.

Το ερώτημα «πως παράγεται ο πλούτος» αυτό προσπάθησε, και με αρκετή επιτυχία πέτυχε να απαντήσει ένας μεγάλος οικονομολόγος και φιλόσοφος ο Γιόζεφ Σουμπέτερ (Joseph Schumpeter) που είναι γνωστός για κάτι που φαίνεται σαν το αντίθετο από την παραγωγή πλούτου, δηλαδή για την θεωρία του για τη «δημιουργική καταστροφή»  (των επιχειρήσεων).

Οι απόψεις του Σουμπέτερ είναι σχετικά άγνωστες στη χώρα μας και τα παραδείγματα του είναι και λίγο παρωχημένα γιατί έζησε και έγραψε στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, όπου δεν υπήρχαν τα σύγχρονα τεχνολογικά επιτεύγματα και οι μικρές καινοτόμες επιχειρήσεις. Εντούτοις στο ερώτημα πως παράγεται ο πλούτος, ο Σουμπέτερ απάντησε με σαφήνεια και απλότητα με το έργο του, και η απάντησή του είναι απόλυτα σωστή και σήμερα.

Διατύπωσε ήδη από τις αρχές του 1900 την πρωτοποριακή για την εποχή του άποψη ότι ο πλούτος σε μια χώρα παράγεται από τις καινοτομικές επιχειρήσεις της, σε αντίθεση με την κυρίαρχη τότε «Μαρξιστική» άποψη ότι ο πλούτος παράγεται αποκλειστικά από την υπεραξία της εργασίας των εργαζομένων. Δηλαδή επεσήμανε ότι ο πλούτος δεν παράγεται από όλες τις επιχειρήσεις,  λ.χ. από επιχειρήσεις που λειτουργούν μονοπωλιακά ή σαν καρτέλ αλλά από τις επιχειρήσεις που αξιοποιώντας την τεχνολογία και τις ικανότητες του management και του προσωπικού τους είναι ανταγωνιστικές και καινοτόμες .

Στις ΗΠΑ λ.χ., όπου αυτές οι απόψεις  είναι αυτονόητες , οι επιχειρήσεις υποστηρίζονται από όλες τις κυβερνήσεις (είτε των Δημοκρατικών είτε των Ρεπουπλικάνων) τόσο πολύ ώστε, όπως παρατηρούσε ένας  Έλληνο-Αμερικάνος φίλος, οι ΗΠΑ πρέπει να θεωρούνται σαν η χώρα των επιχειρήσεων της και όχι των πολιτών της! Τα μονοπώλια βέβαια δεν επιτρέπονται στις ΗΠΑ και τα καρτέλ διώκονται ήδη από την εποχή του Κένεντυ.

Αν λοιπόν μια χώρα θέλει να αναπτυχθεί παράγοντας πλούτο πρέπει:
Να υποστηρίξει την επιχειρηματικότητα (με ενισχύσεις και ευνοϊκό φορολογικό σύστημα και απαλλαγή από άσχετες εισφορές ή φόρους υπέρ τρίτων) για να δημιουργηθούν και να αναπτυχθούν οι επιχειρήσεις της
Να γίνει ελκυστική σε επενδύσεις (εγχώριες ή ξένες) για την δημιουργία επιχειρήσεων ή υποδομών για επιχειρηματική δραστηριότητα
Και τέλος να βοηθήσει την ανάπτυξη της καινοτομίας.
Επειδή η καινοτομία πλέον δημιουργείται είτε σε μικρές (START-UP εταιρίες) είτε σε πανεπιστήμια της αριστείας και ερευνητικά κέντρα, χρειάζονται ειδικές πολιτικές ενίσχυσης των START-UP εταιριών , και υποστήριξη της συνεργασίας  πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων και με τις επιχειρήσεις που έχουν έδρα την χώρα αυτή.

Στις χώρες που τα προαναφερθέντα είναι αυτονόητες και σταθερές πολιτικές επιδιώξεις των διαδοχικών κυβερνήσεων τους, υπάρχει συνήθως σημαντική οικονομική ανάπτυξη που είναι το  αποτέλεσμα της δημιουργίας εθνικού πλούτου. Αυτό γίνεται ανεξάρτητα από το επίπεδο δημοκρατίας ή κοινωνικού φιλελευθερισμού της χώρας που εφαρμόζει τέτοιες πολιτικές. Αντιθέτως  όπου η επιχειρηματικότητα απαγορεύεται (κομμουνισμός) ή παρεμποδίζεται η οικονομική κατάρρευση παραμονεύει. 

Υπάρχει βέβαια και το σημαντικό θέμα που σχετίζεται με τη διανομή του παραγόμενου πλούτου, δηλαδή πως θα μοιραστεί αυτός ο πλούτος μεταξύ επιχειρήσεων και της χώρας που έχουν την έδρα τους και περαιτέρω πως θα χρησιμοποιηθεί το τμήμα που πηγαίνει στη χώρα από φορολογία. Την απάντηση σε αυτό το ζήτημα σε ένα δημοκρατικό καθεστώς δίδει απευθείας ο λαός, επιλέγοντας το πολιτικό κόμμα που κυβερνά.  Τα λεγόμενα συντηρητικά κόμματα εφαρμόζουν πολιτικές που ευνοούν περισσότερο τις ανώτερες τάξεις (ή αλλιώς τους έχοντες και κατέχοντες), ενώ οι πολιτικές των αυτοαποκαλούμενων  προοδευτικών κομμάτων ευνοούν συνήθως τη μεσαία και κατώτερη τάξη.

Η δημιουργία πλούτου βέβαια προϋποθέτει ότι όλα τα κόμματα (συντηρητικά και προοδευτικά) θα υποστηρίζουν την επιχειρηματικότητα, τις επενδύσεις και την καινοτομία. Αυτό λόγου χάριν είναι φανερό ότι γίνεται στις ΗΠΑ, Ιαπωνία Καναδά, Αυστραλία και στην Βόρεια τουλάχιστον Ευρώπη.  Στην Νότια Ευρώπη η «Σοσιαλιστική» συντηρητική παράδοση οδηγεί, τουλάχιστον τα Μαρξιστικής ή Σοσιαλιστικής προέλευσης κόμματα, όταν κυβερνούν να θέτουν εμπόδια και πολλούς περιορισμούς στην επιχειρηματική δραστηριότητα καθώς η «Μαρξιστική» διανόηση, που συνήθως ιδεολογικά κυριαρχεί στα κόμματα αυτά, θεωρεί ότι η επιχειρηματίες και οι επιχειρήσεις τους  είναι στην υπηρεσία του κακού καπιταλισμού!

Στη χώρα μας αυτή η άποψη έχει κυριαρχήσει τόσο πολύ (αυτό εγώ το αποκαλώ Σοσιαλιστική διανοητική ίωση) ώστε τα κόμματα που κυβέρνησαν την Ελλάδα (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) είτε υπερφορολογούσαν είτε έβαζαν γραφειοκρατικά  εμπόδια που παρεμπόδιζαν την επιχειρηματικότητα και τις ιδιωτικές επενδύσεις θεωρώντας τες ως κάτι κακό, εκτός αν υπήρχε η κατάλληλη πολιτική διαμεσολάβηση που υπέκρυπτε συνήθως συναλλαγή και διαφθορά. Ο  ΣΥΡΙΖΑ από ότι δείχνουν τα πράγματα έχει βάλει στόχο να «τελειώσει» τον Ελληνικό «Νέο-Φιλελεύθερο Καπιταλισμό» που ευθύνεται κατά την άποψή του για τα δεινά  μας !!

Το ερώτημα που είναι ανοικτό όμως είναι το γιατί οι επιχειρήσεις που δημιουργούν πλούτο στην οικονομία μιας χώρας να είναι ιδιωτικές και όχι κρατικές; Γιατί στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» οι κρατικές επιχειρήσεις δημιούργησαν φτώχια και δυστυχία στους λαούς τους, ενώ οι ιδιωτικές επιχειρήσεις σε όλες τις χώρες (ακόμη και αυτές που έχουν αυταρχικά συστήματα όπως η Κίνα) δημιουργούν πλούτο, ανάπτυξη και ευημερία στους λαούς τους;

Η απάντηση στο ερώτημα δίδεται εμμέσως στο έργο του Σουμπέτερ και οφείλεται κυρίως σε αυτό που ονόμασε «δημιουργική καταστροφή». Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις για να επιβιώσουν πρέπει συνεχώς να καινοτομούν παράγοντας πλούτο στην κοινωνία τους (με μερίσματα επί των κερδών τους στους μετόχους, θέσεις εργασίας και μισθούς στους υπαλλήλους της, φόρους στο κράτος κτλ) , επειδή όμως βρίσκονται εκτεθειμένες στον ανταγωνισμό κάποτε μοιραία παύουν να είναι ανταγωνιστικές και «κλείνουν» από τον ανταγωνισμό από πιο καινοτόμες επιχειρήσεις. Τότε όμως χάνουν μόνον οι μέτοχοι τους και όχι το κράτος, αφού αυτό θα συνεχίζει να κερδίζει από τη νικήτρια επιχείρηση. Δηλαδή το κράτος κερδίζει όταν μια ιδιωτική επιχείρηση πάει καλά και δεν χάνει τίποτα όταν αυτή κλείνει.

Αν πάλι σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης ο νικητής είναι μια εταιρία άλλης χώρας υπάρχει απώλεια αλλά και σήμα ότι οι επιχειρήσεις της χώρας πρέπει να στραφούν σε δραστηριότητες πιο κατάλληλες και πιο ανταγωνιστικές. Βεβαίως η προστασία των επιχειρήσεων κάθε χώρας είναι σημαντικό καθήκον για τις κυβερνήσεις σε σοβαρές χώρες αφού συχνά αντιμετωπίζουν αθέμιτο ανταγωνισμό από το εξωτερικό !! 

Ας δούμε τώρα τι γίνεται με τις κρατικές επιχειρήσεις σε μια χώρα τύπου «υπαρκτού Σοσιαλισμού». Οι κρατικές επιχειρήσεις είναι προστατευμένες από τον ανταγωνισμό (σπάνια ιδρύονται  πραγματικά ανταγωνιστικές κρατικές επιχειρήσεις ) αφού άλλωστε λείπει και η ελεύθερη αγορά δεν υπάρχει καν μέτρο της επιτυχίας τους. Άρα δεν υπάρχει το φαινόμενο της «δημιουργικής καταστροφής». Οι επιχειρήσεις παραμένουν εν λειτουργία για πάντα. Είναι τελείως φυσιολογικό, από κάποια χρονική στιγμή και πέρα, οι επιχειρήσεις αυτές να παύσουν να δημιουργούν πλούτο αλλά να αρχίσουν να καταστρέφουν πλούτο.

Πως μπορεί να γίνει η καταστροφή πλούτου όμως από τις κρατικές επιχειρήσεις; Συνοπτικά οι κρατικές επιχειρήσεις στον «υπαρκτό σοσιαλισμό» καταστρέφουν πλούτο όταν :
Είτε έχουν παγιδευμένο σε αυτές ανενεργό προσωπικό (υπο-χρησιμοποίηση των ανθρώπινων πόρων)
Είτε χρησιμοποιούν ασκόπως ή αναποτελεσματικά πρώτες ύλες (σπατάλη υλικών πόρων)
Είτε υπο-χρησιμοποιούν εξοπλισμό και εγκαταστάσεις (σπατάλη επενδυτικών πόρων) κτλ.

Στις χώρες με αγορά και δημοκρατία συχνά οι κρατικές επιχειρήσεις πάλι δημιουργούν προβλήματα, άλλου όμως τύπου, αρκετές φορές με τα αρνητικά οικονομικά τους αποτελέσματα αλλά και επιπλέον με αρνητικά κοινωνικά αποτελέσματα. Όταν οι κρατικές επιχειρήσεις δεν είναι κερδοφόρες, πρακτικά το κράτος δεν μπορεί να τις κλείσει γιατί υφίσταται μια τεράστια κοινωνική πίεση, έτσι τις κρατά ανοιχτές (πάει η «δημιουργική καταστροφή»), καλύπτοντας τα ελλείμματα τους και επομένως σπαταλώντας  πλούτο. Όταν κερδίζουν οι κρατικές επιχειρήσεις οι «εργαζόμενοι» σε αυτές τις επιχειρήσεις απαιτούν και επιτυγχάνουν συνήθως υψηλές απολαβές και η κοινωνία (το κράτος) που έκανε την επένδυση ιδρύοντας την επιχείρηση όταν δεν χάνει, σίγουρα δεν κερδίζει όσα θα έπρεπε.

Επιπλέον πάντα σε αυτές ελλοχεύει ο κίνδυνος διαφθοράς και παράνομου πλουτισμού στελεχών και κυβερνητικών παραγόντων όταν λαμβάνονται αποφάσεις συνεργασιών, έργων ή επενδύσεων. Διαφθοράς που διαλύει την ισορροπία της κοινωνίας αφού κάνει αφ’ ενός πλούσιους διεφθαρμένους πολιτικούς και παράγοντες, και αφ’ ετέρου οδηγεί τα κράτη στη διεύρυνση του κρατισμού στη δίωξη ανταγωνιστικών ιδιωτικών τοπικών επιχειρήσεων και υποστήριξη των ομαλώς συνεργαζόμενων και των διαπλεκόμενων ιδιωτικών εταιριών, που συνήθως δεν δραστηριοποιούνται καν στην χώρα τους!!

Από την ανάλυση που προηγήθηκε είναι φανερό νομίζω τι χρειάζεται η χώρα μας, και για να μην μακρηγορώ αυτό που χρειάζεται συνοπτικά είναι μια ισχυρή δόση «Επιλεκτικού Οικονομικού φιλελευθερισμού». Επειδή όμως η έννοια Φιλελευθερισμού λόγω και της «Σοσιαλιστικής διανοητικής ίωσης» στην Ελλάδα έχει αποκτήσει αρνητικό περιεχόμενο την επεξηγώ.

Η Ελλάδα για να μπορεί να γυρίσει σε θετικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης να παράγει πλούτο, να αναταχθεί, να δημιουργήσει θέσεις εργασίας ώστε να καλύψει μισθούς στο δημόσιο,  συντάξεις και τα απαιτούμενα έξοδα για την λειτουργία του κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης πρέπει να κάνει μια σειρά γενναίων και επιλεκτικών φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων ώστε να ενισχυθεί βασικά  το τρίπτυχο της δημιουργίας πλούτου (Επιχειρηματικότητα, Επενδύσεις, Καινοτομία)  που μεταξύ άλλων πιστεύω ότι πρέπει να περιλαμβάνουν και τα ακόλουθα:
Να υποστηριχθεί η μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα κατά προτεραιότητα
Με στοχευμένες δράσεις και κατάλληλη νομοθεσία να προστατευτεί από την κρατική ασυδοσία και την κοινωνική πίεση η μεγάλη Ελληνική επιχειρηματικότητα
Να προστατευτεί με ειδικούς νόμους (ακόμη και συνταγματικά) η ποντοπόρος ναυτιλία και να δοθούν στους Έλληνες εφοπλιστές ειδικά κίνητρα για να εγκαθιστούν στην Ελλάδα τα γραφεία τους
Να προστατευτούν με δρακόντιους νόμους, για μια τριακονταετία τουλάχιστον, οι ιδιωτικές Ελληνικές και ξένες επενδύσεις στην χώρα μας
Να εκχωρηθούν σε ιδιώτες  για μια επαρκή χρονική περίοδο δραστηριότητες που απαιτούν είτε μεγάλες επενδύσεις είτε υψηλή τεχνολογία είτε εξειδικευμένο management
Να επιλεγούν εξαιρετικού κάλους δημόσιες εκτάσεις, να μπουν σε σχέδιο πόλης και να προσκληθούν ενδιαφερόμενοι να ανεγείρουν ξενοδοχειακές μονάδες πολύ υψηλής στάθμης
Να γίνουν στοχευμένες δράσεις ώστε οι ενισχύσεις από το ΕΣΠΑ να κατευθυνθούν κυρίως σε καινοτομικές επιχειρήσεις  και νέες επιχειρήσεις  (START- UP)
Να ιδρυθούν απολύτως  ιδιωτικά πανεπιστήμια στην Ελλάδα σε οικόπεδα που θα τους εκχωρηθούν δωρεάν από το δημόσιο( με πρόσκληση στα 100 πρώτα διεθνή πανεπιστήμια) με μοναδικό όρο τα διπλώματα που θα απονέμουν να είναι ισότιμα με τα δικά τους
Να ιδρυθούν τουλάχιστον τρία ιδιωτικά ερευνητικά κέντρα σε οικόπεδα που θα εκχωρηθούν δωρεάν από το δημόσιο σε τρία εξαιρετικά ερευνητικά κέντρα του εξωτερικού
Τέλος το κράτος και τοπική αυτοδιοίκηση να υποχρεωθούν να λειτουργήσουν με ανάθεση μέρους των υπηρεσιών τους σε εξωτερικές ιδιωτικές εταιρίες («outsourcing»)

Πιθανόν να απαιτούνται και άλλα συναφή μέτρα αλλά ότι θα προτείνεται πρέπει να έχει σαν στόχευση την δημιουργία πλούτου για την χώρα μας και όχι γενικά φιλελεύθερα μέτρα που συχνά στερούνται ρεαλισμού. Μόνον έτσι οι Έλληνες μπορούν να αισθανθούν σιγουριά ότι η πατρίδα μπορεί να δώσει απασχόληση στη νέα γενιά και να εγγυηθεί τους μισθούς στο δημόσιο και αξιοπρεπείς συντάξεις!

Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο είναι: Laurence Stephen "L. S." Lowry (1887 –1976), A market place

πηγή: ekyklos.gr